φινίρω

φινίρω
φινίρισα (λ. ιταλ.), τελειώνω (βλ. λ.).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φινίρω — Ν 1. τελειώνω κάτι 2. υποβάλλω κάτι σε τελική επεξεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. finire «τελειώνω» < λατ. finio < finis «τέλος, όριο»] …   Dictionary of Greek

  • φινίρισμα — το, Ν [φινίρω] 1. τελείωμα 2. (ειδικότερα) τελική επεξεργασία («φινίρισμα υφασμάτων») 3. άκρη, παρυφή υφάσματος ή ενδύματος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”